συνεπελάβετο

συνεπελάβετο
συνεπιλαμβάνομαι
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεπιλαμβάνω — ΜΑ [ἐπιλαμβάνω] (ενεργ. και μέσ.) μετέχω μαζί με άλλους σε κάτι, συμμετέχω (α. «εἰ τι δύναιτο... καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῑς», Θουκ. β. «συνεπελάβετο... τοῡ... πολέμου», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιτυλίγω επί πλέον («συνεπιλαμβάνειν τι τοῡ περὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”